dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
χρηματοδότης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Finanzier
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
χρηματοδότης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Geldgeber
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
χρηματοδότης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Finanzmann
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
χρηματοδότης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Geldverleiher
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
χρηματοδότης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Investor
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)