dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
χούφτιασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Greifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
χούφτιασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ergreifen
Ⓦ
Ⓖ
…