dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
χορταρικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gemüsepflanze
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
χορταρικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Futterpflanze
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
χορταρικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gemüse
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
χορταρικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Grünzeug
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
χορταρικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Suppenkraut
Ⓦ
Ⓖ
…