dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
χημικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
chemisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
χημικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Chemikerin
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
χημικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Chemiker
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)