dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
χειροτεχνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Handwerk
Ⓦ
Ⓖ
…
χειροτεχνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Handarbeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
χειροτεχνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Kunstgewerbe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
χειροτεχνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Kunsthandwerk
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
χειροτεχνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Manufaktur
Ⓦ
Ⓖ
…