dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
χαϊδεμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwöhnt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
χαϊδεμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verzärtelt
Ⓦ
Ⓖ
…