dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
χαρτοφύλακας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Aktenmappe
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
χαρτοφύλακας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Brieftasche
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
χαρτοφύλακας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Aktentasche
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
χαρτοφύλακας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Büchermappe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
χαρτοφύλακας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Mappe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
χαρτοφύλακας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Aktenkoffer
Ⓦ
Ⓖ
…