dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
χαρτοσακούλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Papiertüte
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
χαρτοσακούλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Tüte
Ⓦ
Ⓖ
…