dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
χαραυγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Beginn
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
χαραυγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Morgendämmerung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
χαραυγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Morgengrauen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
χαραυγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Morgenröte
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
χαραυγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Tagesanbruch
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
χαραυγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Morgenrot
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
χαραυγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Dämmerung
Ⓦ
Ⓖ
…