dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
χέσιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kacke
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
χέσιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Scheiße
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
χέσιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schiss
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
χέσιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Scheißen
Ⓦ
Ⓖ
…