dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
χέρσος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
brach
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
χέρσος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
öd
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χέρσος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
brachliegend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χέρσος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wüst
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
χέρσος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Festland
Ⓦ
Ⓖ
…