dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
χάραξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Abstecken
Ⓦ
Ⓖ
…
χάραξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Beizen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
χάραξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gravieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
χάραξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Linienziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
χάραξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Stechen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
χάραξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Trassierung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
χάραξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Einschneiden
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)