dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
χάρακας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Lineal
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
χάρακας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Palisade
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
χάρακας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pfahl
Ⓦ
Ⓖ
…