dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
φύση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Natur
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φύση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beschaffenheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φύση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Wesen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)