dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
φόλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fleck
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
φόλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Flicken
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
φόλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Flop
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
φόλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Giftköder
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φόλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fan
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φόλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Hundegift
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φόλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Köder
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φόλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anhänger
Ⓦ
Ⓖ
…