dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
φωταγωγός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lichtschacht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
φωταγωγός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Luke
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
φωταγωγός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Oberlicht
Ⓦ
Ⓖ
…