dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
φυτοφάγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vegetarier
Ⓦ
Ⓖ
…
φυτοφάγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Pflanzenfresser
Ⓦ
Ⓖ
…