dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
φυτεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Anpflanzung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
φυτεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Farm
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φυτεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Plantage
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)