dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
φυσητήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Atemloch
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
φυσητήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Blasebalg
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
φυσητήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gebläse
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)