dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
φτηνιάρικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
billig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
φτηνιάρικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
minderwertig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
φτηνιάρικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Billig-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
φτηνιάρικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sonderangebot-
Ⓦ
Ⓖ
…