dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
φτερό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Feder
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
φτερό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Flügel
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
φτερό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kotflügel
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
φτερό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schutzblech
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
φτερό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wedel
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)