dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
φραγμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Barriere
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
φραγμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sperre
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
φραγμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schranke
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)