dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Αντωνυμία
φουσκωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufgedunsen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
φουσκωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufgebläht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
φουσκωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geschwollen
Ⓦ
Ⓖ
…