dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
φοβάμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fürchten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
φοβάμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Angst haben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
φοβάμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich scheuen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φοβάμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
befürchten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φοβάμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erschrecken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φοβάμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich fürchten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φοβάμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
scheuen
Ⓦ
Ⓖ
…