dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
φιλόλογος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Philologin
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
φιλόλογος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Philologe
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
φιλόλογος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Literat
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)