dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
φιλόδοξος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ehrgeizig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
φιλόδοξος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ambitioniert
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
φιλόδοξος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zielstrebig
Ⓦ
Ⓖ
…