dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
φαντασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einbildung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
φαντασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fantasie
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
φαντασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einbildungskraft
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
φαντασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Phantasie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φαντασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vorstellung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φαντασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vorstellungskraft
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)