dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
φακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Linse
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
φακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Taschenlampe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
φακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Augenlinse
Ⓦ
Ⓖ
…
!
φακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Blitzlicht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
φακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lupe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
φακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Objektiv
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)