dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
υψώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufragen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υψώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich erheben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υψώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
steigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υψώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ansteigen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)