dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
υψίφωνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mit hoher Stimme
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
υψίφωνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Sopranist
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
υψίφωνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sopranistin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
υψίφωνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Tenor
Ⓦ
Ⓖ
…
!
υψίφωνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sopran
Ⓦ
Ⓖ
…