dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
υποστηρικτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anhänger
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
υποστηρικτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Unterstützer
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
υποστηρικτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Befürworter
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
υποστηρικτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Förderer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
υποστηρικτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Sponsor
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
υποστηρικτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fan
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)