dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
υποστάθμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sorte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
υποστάθμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bodensatz
Ⓦ
Ⓖ
…