dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
υποκλέπτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abhören
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υποκλέπτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erschleichen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υποκλέπτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abfangen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)