dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
υποκινώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anstiften
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υποκινώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verleiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υποκινώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufhetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)