dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
υπηρετώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bedienen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υπηρετώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beschäftigt sein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υπηρετώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dienen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)