dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
υπηρέτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Diener
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
υπηρέτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Büttel
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
υπηρέτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Knecht
Ⓦ
Ⓖ
…