dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
υπερθεματίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ein höheres Angebot machen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υπερθεματίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überbieten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υπερθεματίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mehr bieten
Ⓦ
Ⓖ
…