dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
υπεκφυγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausrede
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
υπεκφυγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausflucht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
υπεκφυγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Winkelzug
Ⓦ
Ⓖ
…