dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
υλικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Material
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
υλικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stoff
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
υλικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Substanz
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)