dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
τύχη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Glück
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
τύχη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schicksal
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
τύχη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zufall
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)