dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
τσακωμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Fangen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
τσακωμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Streiterei
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
τσακωμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zank
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
τσακωμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gezänk
Ⓦ
Ⓖ
…