dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
τρόπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Art
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
τρόπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Weise
Ⓦ
Ⓖ
…
τρόπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Umgangsform
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
τρόπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Betragen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
τρόπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Benehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
τρόπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Modus
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
τρόπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Weg
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)