dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
τρούλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gewölbt
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
τρούλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kuppelförmig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
τρούλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Dom
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
τρούλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kuppel
Ⓦ
Ⓖ
…