dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
τροχονόμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verkehrspolizist
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
τροχονόμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Polizeihelfer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
τροχονόμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verkehrspolizistin
Ⓦ
Ⓖ
…