dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
τριπλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dreifach
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
τριπλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dreiteilig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)