dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
τρελαίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verrückt werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τρελαίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dem Wahnsinn verfallen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τρελαίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchdrehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τρελαίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fliegen auf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τρελαίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich vernarren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τρελαίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überschnappen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τρελαίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wild sein
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)