dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
τρατάρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
kleine Aufmerksamkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
τρατάρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Mitbringsel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
τρατάρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Süßigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
τρατάρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kleinigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…