dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
τραπεζίτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bankier
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
τραπεζίτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bankkaufmann
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
τραπεζίτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stockzahn
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
τραπεζίτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Banker
Ⓦ
Ⓖ
…
!
τραπεζίτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bankhalter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
τραπεζίτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Molar
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
τραπεζίτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Backenzahn
Ⓦ
Ⓖ
…