dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
τραντάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erschüttern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τραντάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rütteln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τραντάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schütteln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τραντάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchrütteln
Ⓦ
Ⓖ
…