dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
τρέφω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ernähren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τρέφω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beköstigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τρέφω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
füttern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τρέφω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hegen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τρέφω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mästen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τρέφω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nähren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)